- ὠνείδιζον
- ὀνειδίζωcast inimperf ind act 3rd plὀνειδίζωcast inimperf ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συσταυρώ — όω, ΜΑ [σταυρῶ / ώνω] 1. μετέχω σε σταύρωση 2. παθ. συσταυροῦμαι, όομαι α) σταυρώνομαι μαζί με άλλον («καὶ οἱ συνεσταυρωμένοι αὐτῷ ὠνείδιζον αὐτόν», ΚΔ) β) μτφ. μετέχω στο ψυχικό πάθος, στο μαρτύριο κάποιου … Dictionary of Greek